- κατάχυσις
- κατάχυσιςpouring onfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταχύσει — κατάχυσις pouring on fem nom/voc/acc dual (attic epic) καταχύσεϊ , κατάχυσις pouring on fem dat sg (epic) κατάχυσις pouring on fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταχύσεις — κατάχυσις pouring on fem nom/voc pl (attic epic) κατάχυσις pouring on fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταχύσεσι — κατάχυσις pouring on fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταχύσιος — κατάχυσις pouring on fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάχυσιν — κατάχυσις pouring on fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επανάκληση — η (AM ἐπανάκλησις) [επανακαλώ] επαναφορά στην προηγούμενη θέση, αποκατάσταση μσν. επαναφορά στις αισθήσεις αρχ. 1. πρόκληση, αντίδραση («ποιῶ ἐπανάκλησιν» προκαλώ επαναφορά, αντίδραση «ψυχροῡ πολλοῡ κατάχυσις θέρμης ἐπανάκλησιν ποιέει», Ιπποκρ.)… … Dictionary of Greek
κατάχυση — η (AM κατάχυσις) [καταχέω] το χύσιμο από ψηλά ενός υγρού πάνω σε κάτι αρχ. 1. πρόχους, δοχείο με το οποίο έχυναν νερό 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἀήρ» … Dictionary of Greek
ՏԱՐԱԾՈՒՄՆ — (ծման.) NBH 2 0853 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 10c գ. ἑκτένεια extensio κατάχυσις effusio եւ այլն. Տարածելն, եւ իլն. ծաւալումն. *Անդունդք, որոյ տարածումն ʼի ներքոյ իւր. Յոբ. ՟Լ՟Զ. 15: *Ունելով զարածումն իւր ʼի դաշտս … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
καταχύσεως — καταχύσεω̆ς , κατάχυσις pouring on fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)